- τραγί
- το козлик, козлёнок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγί — τραγί, το και τραΐ, το 1. μικρός τράγος, κατσίκι. 2. τράγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγί — και τραΐ, το, Ν 1. τράγος, αρσενικό κατσίκι 2. υποκορ. μικρός τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. τράγος (μέσω αμάρτυρου *τραγίον), κατά το αρνί] … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μισοτραγί — το (για σάτυρο) αυτός που από τη μέση και κάτω έχει σώμα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Είδος «χαλαρού συνθέτου» από το επιθ. μισός και το ουσ. τραγί, αντί μισότραγο] … Dictionary of Greek
τραΐ — το, Ν βλ. τραγί … Dictionary of Greek
τραγάντι — το, Ν το φυτό τραγάκανθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης (πιθ. < τράγος /τραγί)] … Dictionary of Greek
τραγίσκιον — τὸ, Α [τραγίσκος] 1. υποκορ. μικρό τραγί 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξάγω χωλὸν τραγίσκιον παιδιᾱς εἶδος παρὰ Ταραντίνοις»· … Dictionary of Greek
τραγίσκος — ὁ, Α 1. υποκορ. μικρός τράγος, τραγί 2. είδος θαλάσσιου ψαριού 3. διακοσμητικό αντικείμενο σε σχήμα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σκαρίμπας, Γιάννης — Λογοτέχνης (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας 1893 Χαλκίδα 1984). Τελείωσε το γυμνάσιο στην Πάτρα και από το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Έργα του: Πεζογραφήματα, Καϋμοί στο Γριπονήσι (1930), Το θείο τραγί… … Dictionary of Greek
κουτουλιάρικος — η, ο αυτός που χτυπάει με τα κέρατα: Δεν πλησιάζω το κουτουλιάρικο τραγί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)